-
1 προφερής
A carried before, placed before, excelling, c. gen., : Hom. only [comp] Comp. (exc. [comp] Sup.,ἅλματι.. πάντων προφερέστατος Od.8.128
), more excellent, : c. dat. rei,βίῃ προφερέστερος 21.134
: c. inf., [ἡμίονοι] βοῶν προφερέστεραί εἰσιν ἑλκέμεναι Il.10.352
: [comp] Sup.,προφερεστάτη ἐστὶν ἁπασέων Hes.Th.79
, 361 (where it is commonly interpreted eldest);ἀνὴρ προφερέστατος ἀνδρῶν IG14.935
, cf. Theoc.17.4; ἡνιόχων π. IG14.1628, cf. Epigr.Gr. 435 ([place name] Trachonitis); also [comp] Comp. and [comp] Sup., προφέρτερος, προφέρτατος in the sense of older, eldest, S.Fr. 447, OC 1531.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προφερής
См. также в других словарях:
προφερής — ές, Α 1. αυτός που τοποθετείται μπροστά από τους άλλους, που υπερέχει ως προς την ηλικία, την αξία, το κύρος («ἀλλάων προφερής τ ἧν πρεσβυτάτη τε», Ησίοδ.) 2. αυτός που είναι νέος αλλά φαίνεται μεγαλύτερος («οὗτος δὲ προφερὴς καὶ καλὸς καὶ ἀγαθὸς … Dictionary of Greek